Νάξιος
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
English (LSJ)
α, ον, Naxian; οἱ N.
the Naxians, Hdt. 5.30, etc.; Ναξία ἀκόνα a Naxian whetstone, Pi. I. 6 (5).73, Dsc. 5.149; N. πέτρη AP 15.25.4 (Besant.); N. λίθος Phot.; γέρρα Νάξια (v. γέρρον v. 2) Epich. 235.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 de Naxos, une des Cyclades;
2 de Naxos, en Sicile.
Étymologie: Νάξος.
English (Slater)
Νάξιος
1 of Naxos,
a the Aegean island. φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν (νομίζονται γὰρ διαφορώταται τῶν ἄλλων ἀκονῶν αἱ κατὰ τὴν ἐν Κρήτῃ Νάξον Σ, but edd. refer to the island of Naxos) (I. 6.73)
b Naxos in Sicily. ἀμεύσεσθαι Νάξιον Τείσανδρον. (v. Paus., 6. 13. 8.) fr. 23.
Russian (Dvoretsky)
Νάξιος: II ὁ житель Наксоса, наксосец Her. etc.
наксосский: Ναξία ἀκόνα Pind. оселок из наксосского камня.
Middle Liddell
Νάξιος, η, ον
Naxian; οἱ N. the Naxians, Hdt.; Ναξία ἀκόνα a Naxian whetstone, Pind.