Πολιεύς
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
-έως, ὁ, guardian of the city, of Zeus, Arist.Mu.401a19, Corn.ND9, Paus.1.24.4, etc.; gen. Πολιῶς IG22.1388.48; Πολιέως Schwyzer722.14 (Theb. ad Mycalen, iii B.C.); Coan dat. sg. Πολιῇ SIG1025.42 (iv/iii B.C.): nom. sg. written Πολιηύς IG12(3).363 (Thera, before v B.C.).
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
gardien de la cité (ép. de Zeus).
Étymologie: πόλις.
Greek (Liddell-Scott)
Πολιεύς: έως, ὁ, ὁ τῆς πόλεως φύλαξ καὶ προστάτης, ἐπὶ τοῦ Διός, Ἀριστ. π. Κόσμ. 7, 3, Παυσ. 1. 24, 4, κτλ.· ἡ συνῃρ. γεν. Πολιῶς ἀπαντᾷ ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 150. 47.
Greek Monolingual
-έως και -ῶς, ὁ, Α
(επίκληση του Διός και άλλων θεών) προστάτης της πόλης, πολιούχος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < πόλις + κατάλ. -εύς (πρβλ. ιππεύς)].
German (Pape)
ὁ, der Städtische, Stadtbeschützende, Beiname des Zeus; Arist. mund. 7; Inscr., wo der gen. auch πολιῶς lautet. Vgl. πολιάς.