έκδοχο

From LSJ

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source

Greek Monolingual

το
θεραπευτικά αδρανής ουσία στην οποία ενσωματώνεται ένα φάρμακο σε ορισμένη αναλογία (π.χ. το βούτυρο του κακάου αποτελεί το συνηθισμένο έκδοχο τών υποθέτων).