Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

έμφραγμα

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120

Greek Monolingual

το (AM ἔμφραγμα)
οτιδήποτε χρησιμοποιείται για το φράξιμο ενός ανοίγματος, φραγμός, τάπα, θούλλωμα
νεοελλ.
1. στην οδοντιατρική, η ουσία με την οποία φράσσεται η κοιλότητα τερηδονισμένου δοντιού, κν. σφράγισμα
2. στην παθολογία, βλάβη κάποιου οργάνου που παρουσιάζει κοκκώδη μορφή και γενικά κάθε σπλαγχνική βλάβη ή αλλοίωση που είναι νεκρωτική
3. (ειδ. στην καρδιολογία) η απόφραξη μιας αρτηρίας από θρόμβο αίματος και η επακόλουθη ατροφία και νέκρωση του ιστού τον οποίο τροφοδοτούσε
αρχ.
1. (για έμβρυο) έμφραξη, συμπίεση
2. ξύλινη θήκη, κάλυμμα.