έναυσμα
From LSJ
Menander, fragment 761
Greek Monolingual
το (Α ἔναυσμα)
1. ό,τι χρησιμεύει για άναμμα, το προσάναμμα
2. μτφ. ό,τι διεγείρει, ό,τι χρησιμεύει για εξέγερση ή παρόρμηση
3. (πυροβ.) το μέσο με το οποίο επιτυγχάνεται η μετάδοση πυρός σε μία γόμωση εκρηκτικής ύλης ή και η ενίσχυση του πυρός που έχει ήδη μεταδοθεί, το εμπύρευμα
αρχ.
υπόλειμμα φωτιάς, σπινθήρας.