ίπνιος

From LSJ

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source

Greek Monolingual

ἴπνιος, -ία, -ον (Α)
ιπνός
1. αυτός που ανήκει στον ιπνόν, στον κλίβανο, στον φούρνο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἴπνια
η αιθάλη, η ασβόλη, η καπνιά
3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σωρό κοπριάς, σε κοπρώνα.