αγιάζω

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source

Greek Monolingual

ἁγιάζω)
κάνω κάποιον ή κάτι άγιο με εκκλησιαστική ευχή ή τελετή, εξαγνίζω, καθαγιάζω
νεοελλ.
1. ευλογώ
2. ραντίζω με αγιασμένο νερό
3. γίνομαι άγιος ή τιμώμαι ως άγιος
4. αδυνατίζω, γίνομαι σκελετός, απισχναίνομαι
αρχ.
1. καθαγιάζω κάτι θυσιάζοντας
2. βεβηλώνω, μιαίνω, μολύνω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅγιος.
ΠΑΡ. ἁγίασις, ἁγίασμα, ἁγιασμός, ἁγιαστήριον.