αγκωνή
From LSJ
Greek Monolingual
η 1. η γωνία σε αντιδιαστολή προς τις πλευρές της
2. ο χώρος γύρω από γωνία σε αντιδιαστολή προς την υπόλοιπη έκταση
3. απόμερη θέση, άκρη, γωνιά
4. η γωνιά του τζακιού, ως η καλύτερη και τιμητικότερη θέση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγκών + γωνία, αντί αγκωνία, πρβλ. και αμφιβολία - αφιβολή.
ΠΑΡ. αγκωνάρι, αγκωνίτσα].