αιματηρός
σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → all life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains | the world's a stage, and life's a toy: dress up and play your part; put every serious thought away—or risk a broken heart | Life's a performance. Either join in lightheartedly, or thole the pain. | this life a theatre we well may call, where every actor must perform with art, or laugh it through, and make a farce of all, or learn to bear with grace his tragic part
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α αἱματηρός, -όν και -ός, -ά, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που είναι γεμάτος ή που περιέχει αίμα (π. χ. φλέγματα ή κόπρανα) ή που αιμορραγεί (τραύματα)
2. (για συμπλοκές, ατυχήματα κ.λπ.) αιματοβαμμένος, φονικός, θανατηφόρος
3. επίμοχθος, σκληρός, κοπιαστικός, εξαντλητικός
αρχ.
1. ο κηλιδωμένος με αίμα, ματωμένος, αιμοσταγής
2. δολοφονικός, αιμοχαρής
3. αυτός που αποτελείται από αίμα, ο αιμάτινος
4. (για τα μάτια) φλογωμένος, ερεθισμένος, κόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷματος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αιματηρότητα].