αλιεύω

From LSJ

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474

Greek Monolingual

ἁλιεύω)
1. είμαι αλιέας, ψαρεύω
2. πιάνω οτιδήποτε βρίσκεται μέσα στα νερά, στη θάλασσα
νεοελλ.
1. αναζητώ πυρετωδώς, επιδιώκω, περισυλλέγω
2. φρ. «αλιεύει οπαδούς», «αλίευσε μαργαρίτες», δηλαδή χτυπητά ορθογραφικά λάθη, παρερμηνείες
αρχ.
1. το μεσ. ἁλιεύομαι στην αττική διάλεκτο αλλά και μεταγενέστερα αντί του ενεργ. ἁλιεύω
2. καταδιώκω, τιμωρώ
3. το θηλυκό της παθητικής μετοχής του ενεστώτος. Αλιευομένη, τίτλος έργου του Αντιφώντος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλιεύς.
ΠΑΡ. ἁλίευμα, ἁλιευτής
νεοελλ.
αλίευση].