ανέλκω
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
Greek Monolingual
(Α ἀνέλκω)
1. έλκω προς τα πάνω, ανασύρω
2. (για πλοία) τραβώ στην ξηρά
αρχ.
1. σύρω έξω, αποκαλύπτω
2. τραβώ προς τα πίσω, τεντώνω («ὁ δὲ τόξου πῆχυν ἄνελκεν»)
3. οδηγώ σέρνοντας κάποιον (στο δικαστήριο)
4. (μέσ. -ομαι)
α) τραβώ, βγάζω
«ἔγχος ἀνελκομένον» (τραβώντας το σπαθί από το πτώμα του αντιπάλου)
β) ξεριζώνω, μαδώ
«ἀνὰ τρίχας ἕλκετο χερσὶ τίλλων ἐκ κεφαλῆς».