ανακαινίζω

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

Greek Monolingual

ἀνακαινίζω)
μσν.- νεοελλ.
1. κάνω και πάλι καινούργιο κάτι που πάλιωσε, ανανεώνω, επισκευάζω
2. (για ναούς) ανοικοδομώ
νεοελλ.
μεταρρυθμίζω προς το καλύτερο, βελτιώνω
αρχ.-μσν.
κάνω κάτι να αναβιώσει, αναζωπυρώνω, ξαναζωντανεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνά + καινίζω.
ΠΑΡ. ανακαίνιση (-ις), ανακαινισμός, ανακαινιστής
νεοελλ.
ανακαινιστικός].