αναπνέω

Greek Monolingual

ἀναπνέω και επικ. ἀμπνείω και ἀμπνύω
1. εισπνέω και εκπνέω αέρα με τους πνεύμονες, ανασαίνω
2. εισπνέω ή εκπνέω χωριστά
βρίσκομαι στη ζωή, ζω
4. ευχαριστιέμαι με την αναπνοή, αναζωογονούμαι
5. ελαφρώνω από βάρη ή στενοχώριες, ανακουφίζομαι, συνέρχομαι
αρχ.
1. εκπέμπω σαν πνοή, εκβάλλω
2. αναδίνω οσμή
3. (για φωτιά) αναφλέγομαι, ξαναπαίρνω πνοή
κάνω κάποιον να αναπνεύσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + πνέω.
ΠΑΡ. αναπνοή
αρχ.
ἀνάπνευμα, ἀνάπνευσις, ἀνάπνοια, ἀνάπνοος.