ανατρέχω

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510

Greek Monolingual

(AM ἀνατρέχω)
1. τρέχω ή κατευθύνομαι προς τα πίσω
2. θυμάμαι τα περασμένα, αναπολώ
νεοελλ.
καταφεύγω σε βοήθημα ή λεξικό
αρχ.
1. υποχωρώ, αποσύρομαι
2. ανιχνεύω, αναζητώ
3. αναπηδώ, ανασκιρτώ, ξεπετιέμαι
4. βλαστάνω, μεγαλώνω
5. εκτείνομαι, απλώνομαι.