αντιπάθεια

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀντιπάθεια)
αποστροφή, απέχθεια
αρχ.-μσν.
1. η αντίθεση, η αντίδραση
2. διαφορετική, αντίθετη επίδραση
3. το αντίδοτο
4. η ανταπόκριση των συναισθημάτων
αρχ.
1. το να υφίσταται κάποιος κάτι αντίθετο (απ' αυτό που θα τον ευχαριστούσε)
2. (Μετρ.) αντιστροφή, αντίσπαση του ρυθμού: ∪ - - ∪