απαραίτητος
From LSJ
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπαραίτητος, -ον) παραιτούμαι
αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς νά αποφύγει ή να παραλείψει («οι απαραίτητες ενέργειες», «η συνδρομή του είναι απαραίτητη»)
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν έχει παραιτηθεί από κάποια θέση, εντολή ή αξίωμα
2. το ουδ. ως ουσ. τα απαραίτητα
τα απολύτως αναγκαία, τα χρειαζούμενα
μσν.
ο αναπόφευκτος
αρχ.
1. όποιος δεν αλλάζει γνώμη υποχωρώντας σε παρακλήσεις, άκαμπτος, αμείλικτος
2. (για ποινές) αναπόφευκτος, σκληρός
3. (για σφάλματα ή αδικήματα) ο ασυγχώρητος, ο αθεράπευτος.