απλώνω

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313

Greek Monolingual

(AM ἁπλῶ, -όω) [[[απλούς]] (-όος)]
αναπτύσσω, ξεδιπλώνω, ανοίγω
νεοελλ.
Ι. εκθέτω στο ύπαιθρο πράγματα νωπά ή υγρά για να στεγνώσουν
II. φρ.
1. «απλώνω την αρίδα μου» — επαναπαύομαι, αδιαφορώ τελείως
2. «απλώνω το χέρι πάνω σε κάποιον» — σηκώνω το χέρι για να κτυπήσω κάποιον
3. «απλώνω» ή «απλώνω το χέρι» — κλέβω.