αποκούμπι

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25

Greek Monolingual

κ. ανακούμπι, το
1. το μέρος ή το σημείο όπου μπορεί κανείς ν' ακουμπήσει, να στηριχθεί
2. (για πρόσωπα) καταφύγιο, προστασία
3. (για κτήμα, χρήματα κ.λπ.) ενίσχυση, εξασφάλιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποκουμπώ, υποχωρητικά κατά το σχήμα κυνηγώ -κυνήγι].