αποστολή

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἀποστολή) αποστέλλω
το να αποστέλλει κανείς κάτι
νεοελλ.
1. σπουδαίο έργο προς εκτέλεση, σκοπός της ζωής, προορισμός
2. ομάδα προσώπων που στέλνονται κάπου για ορισμένο σκοπό, αντιπροσωπεία
3. χώρος ή κτήριο όπου είναι εγκατεστημένη η αντιπροσωπεία
4. ειδική υπηρεσία που ανατίθεται σε στρατιωτικούς, διπλωμάτες κ.λπ.
αρχ.
1. εκτόξευση, εξακόντιση
2. απαλλαγή από υπηρεσία
3. εκστρατεία
4. φρ. «δίδωμί τι ἀποστολάς τινι» — δίνω κάτι σε κάποιον ως δώρο αποχωρισμού.