απόλλυμι

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source

Greek Monolingual

ἀπόλλυμι κ. -ύω κ. ἀπόλλω (AM) όλλυμι
Ι. 1. καταστρέφω, αχρηστεύω, ερημώνω
2. εξολοθρεύω, σκοτώνω
3. ενοχλώ μέχρι θανάτου, οδηγώ κάποιον σε αδιέξοδο με τα λόγια μου
4. διαφθείρω (γυναίκα)
5. χάνω
II. (-μαι)
1. αφανίζομαι, καταστρέφομαι
2. χάνομαι, εξαφανίζομαι, εκλείπω
3. πεθαίνω
4. φρ. (το ουδ. μτχ. πρκμ.) «τὸ ἀπολωλὸς πρόβατον»
α) το χαμένο πρόβατο του Ευαγγελίου (Λουκ. 15.5)
β) ο άνθρωπος που έχει απομακρυνθεί από τον Θεό.