αἱματικός

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱμᾰτικός Medium diacritics: αἱματικός Low diacritics: αιματικός Capitals: ΑΙΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: haimatikós Transliteration B: haimatikos Transliteration C: aimatikos Beta Code: ai(matiko/s

English (LSJ)

αἱματική, αἱματικόν,
A of the blood, θερμότης Arist.PA697a29; ὑγρότης Id.GA777a7; τροφή, ὕλη, Id.PA652a21, 665b6; χυμός Gal.13.332.
II = ἔναιμος, of animals which have blood, opp. ἄναιμος, Arist.PA665b5, cf. HA489a25; τὸ ἧπαρ αἱματικώτατον PA673b27.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 de la sangre, propio de la sangre θερμότης Arist.PA 697a29, τροφή Arist.PA 652a21, ὕλη Arist.PA 665b6, ὑγρότης Arist.GA 777a7, χυμός Gal.13.332.
2 que tiene sangre op. ἄναιμος de animales, Arist.PA 665b5, HA 489a25, τὸ ἧπαρ αἱματικώτατον Arist.PA 673b27.

Greek (Liddell-Scott)

αἱματικός: -ή, -όν, ὁ εἰς τὸ αἷμα ἀνήκων· θερμότης, Ἀριστ. Μορ. Ζ. 4. 13, 27· ὑγρότης, ὁ αὐτ. Γεν. Ζ. 4. 8, 13· τροφή, ὕλη, ὁ αὐτ. Μορ. Ζ. 2. 6, 8., 3. 4, 3. ΙΙ = ἔναιμος, ἐπὶ τῶν ἐχόντων αἷμα ζῴων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἄναιμος, ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 1. 4, 2, Μορ. Ζ. 2. 1, 21, κτλ.

Russian (Dvoretsky)

αἱμᾰτικός:
1 кровяной, содержащийся в крови (θερμότης Arst.);
2 кровеносный (ἶνες Arst.);
3 обладающий кровью (ζῷα Arst.).

German (Pape)

Blut enthaltend, Arist. Gegensatz von ἄναιμος, H.A. 1.4, und oft μόρια, ἶνες und dgl.