βαρυβρεμέτης
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
English (LSJ)
βαρυβρεμέτου, ὁ, loud-thundering, Ζεύς S.Ant.1117:—also βαρυβρομήτης πέτρος prob. in AP7.394 (Phil.):—fem. βαρυβρεμέτειρα Orph.H.10.25.
Spanish (DGE)
(βᾰρυβρεμέτης) -ου, ὁ que hace retumbar gravemente el trueno Ζεύς S.Ant.1117, SEG 34.1308 (Side I a./d.C.).
German (Pape)
[Seite 433] Ζεύς, laut donnernd, Soph. Ant. 1127.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui produit un bruit ou un grondement sourd.
Étymologie: βαρύς, βρέμω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαρυβρεμέτης -ου βαρύς, βρέμω zwaar donderend (van Zeus). Soph. Ant. 1117.
Russian (Dvoretsky)
βαρυβρεμέτης: глухо гремящий, грохочущий, рокочущий (Ζεύς Anth.).
Greek Monolingual
βαρυβρεμέτης, ο (θηλ. βαρυβρεμέτειρα) (Α)
εκείνος που βροντά δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -βρεμέτης < βρέμω «κάνω πάταγο, κρότο»].
Greek Monotonic
βᾰρῠβρεμέτης: -ου, ὁ (βρέμω), αυτός που βροντά δυνατά, ηχηρά, σε Σοφ.· επίσης, βαρυ-βρομήτης (βρομέω), σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρυβρεμέτης: -ου, ὁ, ὁ ἠχηρῶς βροντῶν, Ζεὺς Σοφ. Ἀντ. 1117· -ὡσαύτως, -βρομήτης, πέτρος Ἀνθ. ΙΙ. 7. 394· θηλ. -βρεμέτειρα Ὀρφ. Ὕμν. 9. 25.