Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γλωσσίδι

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

Greek Monolingual

και γλωσσίδιο, το (AM γλωσσίδιον και γλωττίδιον)
1. μικρή γλώσσα
2. οποιαδήποτε προεξοχή σε σχήμα γλώσσας
νεοελλ.
1. η επιγλωττίδα του στόματος
2. η κλειτορίδα
3. διακοσμητικό μοτίβο, κυρίως σε κοφτά κεντήματα
4. το πλήκτρο της καμπάνας
5. η βελόνα, ο δείκτης της ζυγαριάς
6. προεξοχή σανίδας η οποία εφαρμόζει σε αντίστοιχη εγκοπή άλλης
7. η προεξοχή του κλειδιού που εφαρμόζει στην κλειδαριά
8. φυλλοειδής ή τριχοειδής απόφυση σε ορισμένα φυτά
9. τμήμα τών στοματικών οργάνων τών Εντόμων
10. (ουδ. πληθ.) ταπενταστομώδη, υποσυνομοταξία τών Αρθρόποδων.