γλωσσοδέτης
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
Greek Monolingual
ο
1. πάθηση της γλώσσας που οφείλεται σε σύμφυση του χαλινού και προκαλεί βραδυγλωσσία
2. λεκτικό παιχνίδι που συνίσταται στην απαγγελία όσο το δυνατόν γρηγορότερα λέξεων ή φράσεων, οι οποίες έχουν όμοιους φθόγγους και προφέρονται δύσκολα
3. φρ. «μέ πιάνει γλωσσοδέτης» — σιωπώ από αμηχανία ή άγνοια.