γνάφος

From LSJ

ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γνάφος Medium diacritics: γνάφος Low diacritics: γνάφος Capitals: ΓΝΑΦΟΣ
Transliteration A: gnáphos Transliteration B: gnaphos Transliteration C: gnafos Beta Code: gna/fos

English (LSJ)

v. κνάφος.

French (Bailly abrégé)

réc. c. κνάφος.

Greek Monolingual

γνάφος και κνάφος, ο (Α) κνάπτω
1. το αγκαθωτό φυτό δίψακος ο γναφευτικός
2. χτένι τών μαλλιών, χτένι χρήσιμο για κατεργασία ερίων
3. βασανιστήριο όργανο σε σχήμα χτενιού.

German (Pape)

weichere Form für κνάφος.