Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δίπλωση

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523

Greek Monolingual

η (AM δίπλωσις) διπλώ
στον πληθ. διπλώσεις
πτυχές υφάσματος
νεοελλ.
το να διπλώνει κάποιος κάτι, πτύξη, τσάκισμα
μσν.
γραμμ. η επανάληψη φθόγγου
αρχ.
1. διπλασίαση
2. σύνθεση λέξεων
3. γυμναστική άσκηση, κάμψη του άνω κορμού με παραμονή της λεκάνης και τών ποδιών στην όρθια θέση
4. ονομασία μικρών εντόμων της οικογένειας τών κηκιδομυιών.