δαιμονιόπληκτος

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαιμονιόπληκτος Medium diacritics: δαιμονιόπληκτος Low diacritics: δαιμονιόπληκτος Capitals: ΔΑΙΜΟΝΙΟΠΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: daimonióplēktos Transliteration B: daimonioplēktos Transliteration C: daimoniopliktos Beta Code: daimonio/plhktos

English (LSJ)

δαιμονιόπληκτον, = δαιμονιόληπτος (smitten by evil spirits, possessed by evil spirits, possessed), PMag.Leid.V.9.1, Ptol. Tetr.169: Subst. δαιμονιοπληξία, ἡ, ib.170, Petas. ap. Olymp.Alch.p.95 B.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): δαιμονο- PMag.12.281
poseído por un espíritu maligno, poseso Ptol.Tetr.3.15.3, PMag.l.c., Rhetor. en Cat.Cod.Astr.8(4).164, 165.

German (Pape)

[Seite 514] von einem Dämon geschlagen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δαιμονιόπληκτος: -ον, = δαιμονιόληπτος· καὶ οὐσιαστ. -πληξία, ἡ, Πρόκλ.

Greek Monolingual

δαιμονιόπληκτος, -ον (AM)
αυτός που έχει πληγεί από δαιμόνιο, δαιμονισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαιμόνιο + -πληκτος < πλήσσω / πλήττω (πρβλ. έκπληκτος, φρενόπληκτος)].

Léxico de magia

-ον tb. δαιμονο- poseído por los démones ποιεῖ δὲ (τὸ ὄνομα) καὶ πρὸς δαιμονοπλήκτους actúa también el nombre con los poseídos por los démones P XII 281 P XXXVI 276