δεκάρι

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source

Greek Monolingual

το
1. ποσότητα δέκα ομοειδών πραγμάτων, δεκάδα («ένα δεκάρι χαρτοφάκελα»)
2. νόμισμα δεκάδραχμο, το δεκάρικο
3. το παιγνιόχαρτο που έχει δέκα έγχρωμα σήματα («δεκάρι καρό, κούπα σπαθί, μπαστούνι», «ρίξε ένα δεκάρι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + (κατάληξη) -αρι].