διέγερση
From LSJ
πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government
Greek Monolingual
η (AM διέγερσις) διεγείρω
1. το να διεγείρει κάποιος κάποιον ή κάτι ή το να έχει διεγερθεί κάποιος ή κάτι
2. εξέγερση, εξανάσταση
3. παρακίνηση, παρόρμηση
μσν.- νεοελλ.
στύση του αιδοίου
νεοελλ.
1. αναζωπύρηση, το να ξαναζωντανεύει κάτι
2. παράφορα, αφηνιασμός, αποχαλίνωση
3. ερεθισμός, έξαψη
4. εχθρική εξέγερση εναντίον κάποιου.