διέκταση

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

Greek Monolingual

η (Α διέκτασις) διεκτείνω
νεοελλ.
το γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο παρεμβάλλεται μέσα σε συνηρημένη λέξη και αμέσως πριν από το φωνήεν, που προέρχεται από συναίρεση, ένα άλλο φωνήεν ταυτόφωνο αλλά διαφορετικού χρόνου (π.χ. φόως - φως)
αρχ.
το τέντωμα μελών του σώματος, το να απλώνει κανείς χέρια και πόδια.