διαμελίζομαι

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμελίζομαι Medium diacritics: διαμελίζομαι Low diacritics: διαμελίζομαι Capitals: ΔΙΑΜΕΛΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: diamelízomai Transliteration B: diamelizomai Transliteration C: diamelizomai Beta Code: diameli/zomai

English (LSJ)

rival in singing, Plu.2.973b.

Spanish (DGE)

competir en el canto τῷ χαίρειν διαμελιζόμεναι de las aves, Plu.2.973b, cf. dud. en anón. en PRain.3.61.

German (Pape)

[Seite 589] um die Wette singen, Plut. sol. an. 19.

French (Bailly abrégé)

disputer le prix du chant.
Étymologie: διά, μέλος.

Russian (Dvoretsky)

διαμελίζομαι:
I распевать наперебой, состязаться в пении Plut.
II pass. к διαμελίζω.

Greek (Liddell-Scott)

διαμελίζομαι: μέσ., διαγωνίζομαι εἰς τὸ ᾄδειν, Πλούτ. 2. 973Β.

Greek Monolingual

διαμελίζομαι (Α)
διαγωνίζομαι στο τραγούδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + μελίζω «τραγουδώ»].