διασυρμός

From LSJ

Ἐλευθέρου γάρ ἐστι τἀληθῆ λέγειν → Perhibere vera semper ingenuum decet → Die Wahrheit sagen ist des freien Mannes Art

Menander, Monostichoi, 162
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασυρμός Medium diacritics: διασυρμός Low diacritics: διασυρμός Capitals: ΔΙΑΣΥΡΜΟΣ
Transliteration A: diasyrmós Transliteration B: diasyrmos Transliteration C: diasyrmos Beta Code: diasurmo/s

English (LSJ)

ὁ, disparagement, ridicule, Phld.Vit.p.37 J., D.S.14.109, Longin.38.6, Ph.2.571 (pl.), Artem.3.25.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
menosprecio, burla c. gen. obj. τῶν ποιημάτων D.S.14.109, εὐηθείας I.Ap.1.205, abs., Aristo Phil.14.6, Ph.2.571, Artem.3.24, Lyd.Mag.1.41
ret. ridículo, sátira Aquila 26.20, Alex.Fig.1.26, δ. τῶν ἔξω φιλοσόφων Sátira de los filósofos paganos Herm.Irris.tít., como figura con la que se exagera lo intrascendente o se minimiza lo importante, Longin.38.6, Tib.Fig.44, Isid.Etym.2.21.42.

German (Pape)

[Seite 604] ὁ, das Durchziehen, Verspotten; τῶν ποιητῶν D. Sic. 14, 109; καὶ κατάγελως, Artemid. 3, 24.

Russian (Dvoretsky)

διασυρμός:издевка, насмешка (τινος Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

διασυρμός: ὁ, περίπαιγμα, περίγελως, Διόδ. 14. 109, κτλ.· ἰδίως, σχῆμα τοῦ λόγου, οὗ παράδειγμα ὑπάρχει παρὰ Δημ. 305. 3 κἑξ.· πρβλ. διασύρω.

Greek Monolingual

ο (AM διασυρμός)
διαπόμπευση, δημόσιος εξευτελισμός
νεοελλ.
δυσφήμηση της τιμής, της υπολήψεως
αρχ.
σχήμα λόγου που εξογκώνει το ασήμαντο —παραβάλλοντάς το με το σημαντικό— για να το γελοιοποιήσει.