διαφορότης

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφορότης Medium diacritics: διαφορότης Low diacritics: διαφορότης Capitals: ΔΙΑΦΟΡΟΤΗΣ
Transliteration A: diaphorótēs Transliteration B: diaphorotēs Transliteration C: diaforotis Beta Code: diaforo/ths

English (LSJ)

-ητος, ἡ, difference, Pl.R. 587e, Ph.2.370, J.AJ18.1.5, Ael.NA1.12, Iamb.Comm.Math.14.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
diferencia fil. λογισμὸς ... τῆς διαφορότητος τοῖν ἀνδροῖν, τοῦ τε δικαίου καὶ τοῦ ἀδίκου Pl.R.587d, λόγος ... ἡ τῆς σῆς διαφορότητος ἑρμηνεία esta razón es ... la explicación de lo que te diferencia a ti Pl.Tht.209a, cf. Phlb.13a, Prm.141c, τὸ μὴ δι' ἐναντιώσεως ἢ διαφορότητος ἀποτελεῖσθαι τὰ τῶν θεῶν ἔργα (op. αὐτότης y ἕνωσις) Iambl.Myst.4.3, cf. Simp.in Cat.145.36
como término común θυσίας ἐπιτελοῦσιν διαφορότητι ἀγνειῶν I.AI 18.19, cf. D.Chr.30.26, ὀργάνων δ. Aristid.Quint.77.26, τῆς μὲν κατ' αὐτοὺς ἁλώσεως δ. ἐστί Ael.NA 1.12, ἵνα διαφορότητά τινα ἐν ἡμῖν ἐργάσηται D.C.50.21.3.

German (Pape)

[Seite 612] ητος, ἡ, Unterschied, Plat. Theaet. 209 a u. öfter; sonst nur Sp. (vgl. Moeris u. Lob. Phryn. 350), wie Ael. H. A. 3, 32.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
différence.
Étymologie: διάφορος.

Russian (Dvoretsky)

διαφορότης: ητος ἡ различие Plat.

Greek (Liddell-Scott)

διαφορότης: -ητος, ἡ, διαφορά, Πλάτ. Πολ. 587Ε, Θεαιτ. 209Α, κτλ.

Greek Monolingual

διαφορότης, η (Α)
διαφορά.

Greek Monotonic

διαφορότης: -ητος, ἡ, διαφορά, σε Πλάτ.

Middle Liddell

διαφορότης, ητος, n [from διάφορος
difference, Plat.