διείσδυση

From LSJ

Greek Monolingual

η (AM διείσδυσις) διεισδύω
το να διεισδύσει κάποιος κάπου
νεοελλ.
1. εμβάθυνση
2. η αυτόματη ανάμιξη αερίων ή ρευστών με διαφορετικό ειδικό βάρος.