δοκάω
From LSJ
German (Pape)
[Seite 652] bei Hesych. = folgdm, wohl f. L.; – δεδοκημένος, aufpassend, erwartend, von δοκάω oder von δοκέω, Hom. Iliad. 15, 730 Hes. Scut. 214 Ap. Rh. 2, 406, wird der Bdtg wegen zu δέχομαι gerechnet. Vgl. δέχομαι, δοκεαω, δοκέω.
Greek (Liddell-Scott)
δοκάω: λαμβανόμενον ὡς ἐνεστ. τοῦ δεδοκημένος· ἀλλ’ ἴδε ἐν λ. δέχομαι.
English (Autenrieth)
aor. part. δοκεύσᾶς, mid. perf. δεδοκημένος: observe sharply, watch; τινά, Ψ 32, Od. 5.274; abs., ἑστήκει δεδοκημένος, ‘on the watch,’ Il. 15.730.
Greek Monolingual
(Α δοκῶ, -άω)
νεοελλ.
εννοώ, καταλαβαίνω
αρχ.
1. τηρώ
2. προσδοκώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για άχρηστο ενεστ. που μαρτυρείται μόνο εν συνθέσει στο ρ. προσδοκώ (-άω) και ανάγεται σε κοινή ρίζα με τα δοκώ, δοκεύω, δοκάζω].
Greek Monotonic
δοκάω: χρησιμ. ως ενεστ. του δεδοκημένος, βλ. δέχομαι.