δοτός

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοτός Medium diacritics: δοτός Low diacritics: δοτός Capitals: ΔΟΤΟΣ
Transliteration A: dotós Transliteration B: dotos Transliteration C: dotos Beta Code: doto/s

English (LSJ)

δοτή, δοτόν, (δίδωμι) granted, LXX 1 Ki.1.11, Ph.1.273; that may or must be granted, Max.Tyr.11.7.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I entregado, donado, consagrado Θεῷ δ. πρὸ γενέσεως consagrado a Dios antes de nacer Gr.Naz.M.36.596A.
II subst. τὸ δ.
1 lo dado, e.e., don δώσω αὐτὸν ... δοτόν le daré un don LXX 1Re.1.11, cf. Ph.1.273
fig. destino κατὰ δοτὸν ἀποθνήσκουσιν ἄνθρωποι Eus.Alex.Serm.M.86.456D.
2 lo que puede darse οὐδὲ δώσει τὰ μὴ σοὶ δοτά Max.Tyr.5.7.

Greek (Liddell-Scott)

δοτός: -ή, -όν, (δίδωμι) δεδομένος, Ἑβδ (1 Βασιλ. α΄, 11, Φίλων 1. 273. 2) ὁ δυνάμενος νὰ δοθῇ, Μάξ. Τύρ. 42. 44· τὸ δ., δῶρον Inscr. Chandl. σ. 4.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δοτός, -ή, -όν) δίδωμι
αυτός που έχει δοθεί ή μπορεί να δοθεί
νεοελλ.
φρ. «δοτός πρωθυπουργός», «δοτός πρόεδρος», «δοτή διοίκηση» κ.λπ.
πρωθυπουργός, πρόεδρος, διοικητικό συμβούλιο κ.λπ. του οποίου η ανάδειξη έχει μεθοδευθεί άνωθεν παράνομα και αντισυνταγματικά ή με αμφισβητούμενη συνταγματικότητα και νομιμότητα.