δουρικμής

From LSJ

ἡ δὲ γεωργία πέττει καὶ ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν → tillage brings to maturity and calls into action the nutritive properties of the soil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δουρικμής Medium diacritics: δουρικμής Low diacritics: δουρικμής Capitals: ΔΟΥΡΙΚΜΗΣ
Transliteration A: dourikmḗs Transliteration B: dourikmēs Transliteration C: dourikmis Beta Code: dourikmh/s

English (LSJ)

δουρί-κτητος, δουρί-ληπτος, δουρι-μανής, δουρί-μαχος, Ion. for δορι-.

Spanish (DGE)

(δουρῐκμής) -ῆτος rendido por la lanza λαός A.Ch.365.

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ὁ, ἡ)
ion. ou poét. c. δορικανής.
Étymologie: δόρυ, κάμνω.

Greek (Liddell-Scott)

δουρικμής: -κτητος, -ληπτος, -μανής, μαχος, Ἰων ἀντὶ δορι-.

Greek Monolingual

δουρικμής (-ῆτος), ο, η (Α)
«δουρικμῆτι λαῷ» — μαζί με το πλήθος που σκοτώθηκε στον πόλεμο (Αισχ.).

Greek Monotonic

δουρικμής: -κτητός, -ληπτός, -μανής, Ιων. αντί δορι-.