δυσαλλοίωτος
From LSJ
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
English (LSJ)
δυσαλλοίωτον, hard to alter, Gal.Protr.11; hard to digest, Hp.Alim..49; χυμός Alex.Aphr. Pr.1.83.
Spanish (DGE)
-ον
que no se altera fácilmente, difícil de trasformar τροφή Hp.Alim.49, ὅσα σκληρὰ φύσει καὶ δυσαλλοίωτα Gal.1.348, χυμός Alex.Aphr.Pr.1.83
•inalterable, permanente διάθεσις Gal.1.30.
German (Pape)
[Seite 675] schwer zu verändern, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαλλοίωτος: -ον, ὁ δυσκόλως ἀλλοιούμενος, δύσπεπτος, τροφὴ Ἱππ. 383. 9.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσαλλοίωτος, -ον)
αυτός που δύσκολα αλλοιώνεται, δυσμετάβλητος.