δυσφύλακτος

From LSJ

Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέωνSenum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit

Menander, Monostichoi, 107
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσφύλακτος Medium diacritics: δυσφύλακτος Low diacritics: δυσφύλακτος Capitals: ΔΥΣΦΥΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: dysphýlaktos Transliteration B: dysphylaktos Transliteration C: dysfylaktos Beta Code: dusfu/laktos

English (LSJ)

[ῠ], ον,
A hard to guard, δυσφύλακτον οὐδὲν ὡς γυνή Alex.339; of a city, Plb. 2.55.2; πλοῦτος Str.9.3.8; ἀρχή D.C. 56.33.
II hard to keep off or prevent, κακά E.Ph.924, cf. Andr.728; hard to guard against or avoid, τενάγη Str.11.4.2; τὸ οἰδεῖν -ότατον Longin.3.3.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
I 1malo de guardar, difícil de tener vigilado de pers. πρεσβυτῶν γένος ... δυσφύλακτον ὀξυθυμίας ὕπο E.Andr.728, οὔτ' ἄλλο δυσφύλακτον οὐδὲν ὡς γυνή Alex.340
de lugares difícil de vigilar τόπος PHels.6.9 (II a.C.), πόλις ... δ. διὰ τὸ μέγεθος Plb.2.55.2.
2 durante lo que es difícil velar νύξ glos. a δυσκηδέα Eust.1546.41.
3 difícil de guardar o conservar de abstr. ἡ μάθησις Alcid.1.19, πλοῦτος Str.9.3.8, καὶ δυσφύλακτον ... τὸ πρὸς δόξαν σεμνόν ἐστι Plu.Per.7, δυσφύλακτον ... αὐτὴν (τὴν ἀρχήν) ἔσεσθαι D.C.56.33.5
neutr. subst. τὸ δ. la dificultad de conservar τὸ ταύτης (τῆς τύχης) ἀβέβαιον καὶ δ. Plb.15.34.2, cf. 8.20.10.
II de lo que es difícil guardarse, difícil de esquivar o evitar κακά E.Ph.924 (pero cf. Sch.ad loc.), τενάγη Str.11.4.2, τὸ βαλλόμενον I.BI 3.242, τὸ οἰδεῖν Longin.3.3, de pers., ἐκεῖνος μὲν ἐκ τοῦ προφανοῦς ἀπέστη, καὶ κατὰ τοῦτο οὐ δ. ἦν D.C.40.20.2, de los aduladores, Plu.2.49b, de los ladrones sacrílegos, Luc.Tim.9, de los púgiles ambidextros, Philostr.Gym.41
neutr. subst. τὸ δ. la dificultad de guardarse ante los reptiles pequeños, Nearch.10b.

German (Pape)

[Seite 690] 1) schwer zu bewachen, zu hüten; γυνή Alexis Stob. flor. 73, 42; πόλις Pol. 2, 55, 2; καὶ ἀβέβαιος 15, 34; ἀρχή, πλοῦτος, Strab. IX, 420; τὸ σεμνόν Plut. Pericl. 7. – 2) wovor man sich schwer hüten kann; κακά Eur. Phoen. 931; vgl. Andr. 729; τὸ δ. τῶν ἐκ τῆς τύχης συμβαινόντων Pol. 8, 22, 10; Luc. Tim. 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont il est difficile de se garder.
Étymologie: δυσ-, φυλάσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δυσφύλακτος -ον [δυσ-, φυλάττω] moeilijk te bewaken. waar niet tegen te waken valt.

Russian (Dvoretsky)

δυσφύλακτος: (ῠ)
1 от которого трудно уберечься, неотвратимый, неизбежный (κακά Eur.; ἱεροσυλοῦντες Luc.);
2 который трудно уберечь (πόλις δ. διὰ τὸ μέγεθος Polyb.): δ. ὀξυθυμίας ὕπο Eur. чей гнев трудно сдержать.

Greek (Liddell-Scott)

δυσφύλακτος: -ον, (φυλάττω) δυσφύλακτον οὐδὲν ὡς γυνὴ Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 40· ἐπὶ πόλεως, Πολύβ. 2. 55, 2, κτλ. ΙΙ. (μέσ. φυλάττομαι) ὃ δυσκόλως τις φυλάσσεται, προφυλάσσεται, κακὰ Εὐρ. Φοιν. 924, πρβλ. Ἀνδρ. 738.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δυσφύλακτος, -ον)
αυτός που φυλάσσεται με δυσκολία
αρχ.
1. αυτός από τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να προφυλαχθεί
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσφύλακτον
αδυναμία προφύλαξης από κακό.

Greek Monotonic

δυσφύλακτος: -ον, αυτός που είναι δύσκολο να αποτραπεί ή να εμποδισθεί, σε Ευρ.

Middle Liddell

δυσ-φύλακτος, ον
hard to keep off or prevent, Eur.

English (Woodhouse)

hard to guard against, hard to keep off

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)