δύσσοος

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσσοος Medium diacritics: δύσσοος Low diacritics: δύσσοος Capitals: ΔΥΣΣΟΟΣ
Transliteration A: dýssoos Transliteration B: dyssoos Transliteration C: dyssoos Beta Code: du/ssoos

English (LSJ)

δύσσοον, hard to save, ruined, Theoc.3.24; τὰ δ. the rogues, Id.4.45, cf. Riv. Indogr.8.266 (Camarina, v B. C.).

Spanish (DGE)

-ον
1 que no tiene salvación, desdichado hοίδε πάντες δύσσοοι y que todos sean desdichados en una defixión IGDS 121.29 (Camarina V a.C.), ὤμοι ἐγών, τί πάθω, τί ὁ δ. Theoc.3.24.
2 difícil de ahuyentar τὰ μοσχία Theoc.4.45.

German (Pape)

[Seite 688] schwer zu retten, heillos, Theocr. 3, 24. 4, 44 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à sauver, à préserver.
Étymologie: δυσ-, σόος.

Greek (Liddell-Scott)

δύσσοος: -ον, δυσκόλως σῳζόμενος, «χαμένος», Λατ. perditus, Θεοκρ. 3. 24· τὰ δ. (μοσχία) = ἄθλια, χαμένα, αὐτόθι 4, 45.

Greek Monolingual

δύσσοος, -ον (Α)
(υβριστικά) αυτός που είναι δύσκολο να σωθεί, ο χαμένος.

Greek Monotonic

δύσσοος: -ον, αυτός που δύσκολα διασώζεται, χαμένος, κατεστραμμένος, σε Θεόκρ.