Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εισέχω

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

Greek Monolingual

εἰσέχω (Α)
1. προχωρώ μέσα σε κάτι, εισχωρώ
2. έχω έξοδο σε... («ἦν γὰρ δὴ θάλαμος ἐσέχων ἐς τὸν ἀνδρεῶνα»)
3. είμαι κοίλος
4. (το ουδ. μτχ. εν.) τὸ ἐσέχον
(στη ζωγραφική) αυτό που εικονίζεται να βρίσκεται στο εσωτερικό.