εκφυλισμός

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7

Greek Monolingual

ο
1. εκφύλιση, παραφθορά
2. (για ανθρ.) διαφθορά, εξαχρείωση, ηθική κατάπτωση, έκλυση ηθών
3. ύφεση, υποχώρηση κάποιου κακού (π.χ. επιδημίας, αρρώστιας), εξασθένιση, χαλάρωση.