επίτριτος
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐπίτριτος, -ον) τρίτος
μουσ. φρ. «επίτριτος λόγος» — ο αριθμητικός και αρμονικός λόγος ο οποίος έχει προς το μήκος της όλης χορδής ή στη φυσική διατονική κλίμακα παραγόμενη διά τεσσάρων μείζων τέλεια συμφωνία, που έχει αξία μήκους χορδής 3 / 4
αρχ.
το διάστημα της διά τεσσάρων
2. (μετρ.) φρ. ἐπίτριτος ποῦς ή απλώς ἐπίτριτος
τετρασύλλαβος πους αποτελούμενος από έναν τετράσημο (σπονδείο) και έναν τρίσημο (τροχαίο ή ίαμβο) που έχουν λόγο 4 προς 3
3. ο αριθμός που περιέχει έναν ακέραιο και επί πλέον το ένα τρίτο (11 / 3)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίτριτον
α) δάνειο που αποφέρει τόκο ίσο με το ένα τρίτο του κεφαλαίου κάθε χρόνο
β) πάπ. είδος φόρου στην Αίγυπτο.
επίρρ...
ἐπιτρίτως
σε λόγο επίτριτο.