επαναπλέω

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

ἐπαναπλέω)
νεοελλ.
επανέρχομαι εκεί από όπου είχα ξεκινήσει διακόπτοντας το ταξίδι
αρχ.
1. ταξιδεύω για κάποιο σκοπό
2. πλέω στ' ανοιχτά εναντίον κάποιου
3. ξαναγυρίζω πίσω το πλοίο στο λιμάνι, επιστρέφω
4. ανεβαίνω στην επιφάνεια.