επαναστατώ
From LSJ
Greek Monolingual
(-έω) επαναστάτης
1. κάνω επανάσταση, εξεγείρομαι ζητώντας την ανεξαρτησία μου («οι Έλληνες επαναστάτησαν εναντίον τών Τούρκων»)
2. απειθαρχώ προς τους ανωτέρους, τους προϊσταμένους ή τους κηδεμόνες («οι φυλακισμένοι επαναστάτησαν»)
3. εξεγείρω, παρακινώ κάποιον να επαναστατήσει
4. (μτβ.) προκαλώ σε κάποιον ανησυχία, αναστάτωση, ταραχή.