επιβουλεύω

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

και επιβουλεύομαι (AM ἐπιβουλεύω)
μηχανεύομαι, σχεδιάζω κάτι κρυφά για να βλάψω κάποιον («επιβουλεύεται τη ζωή μου»)
αρχ.
1. μηχανορραφώ εναντίον κάποιου
2. ετοιμάζω κάτι κρυφά
3. είμαι επιβλαβής
4. θέτω κάτι ως σκοπό μου, αποβλέπω σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βουλεύω «σκέφτομαι»].