επισκοπή

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐπισκοπή)
περιφέρεια που υπάγεται στον επίσκοπο
μσν.- νεοελλ.
κατοικία επισκόπου
αρχ.-μσν.
1. (για τον θεό) επίσκεψη, πρόνοια («ἐν τῇ ἐπισκοπῇ ᾗ ἐπισκέψηται ὁ Θεὸς ὑμᾱς», ΠΔ)
2. το σύνολο τών επισκόπων
μσν.
το αξίωμα του επισκόπου
αρχ.
1. εκδίκηση, τιμωρία
2. απογραφή του πληθυσμού μιας χώρας
3. αξίωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημασία «κατοικία του επισκόπου» η λ. προέρχεται από το επίσκοπος, ενώ με τη σημασία «θεϊκή επίσκεψη» προέρχεται από το ρ. επισκέπτομαι].