επιστρατεύω
From LSJ
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
Greek Monolingual
(AM ἐπιστρατεύω) στρατεύω
νεοελλ.
1. (για την κυβέρνηση ή τις αρμόδιες στρατιωτικές αρχές) προσκαλώ και κατατάσσω στα όπλα κλάσεις εφέδρων
2. χρησιμοποιώ σε υπεύθυνη θέση πρόσωπο λόγω τών ικανοτήτων του, κατά παρέκκλιση της ιεραρχίας
3. χρησιμοποιώ επιχειρήματα ή μέσα ως έσχατο μέσο για να πετύχω κάτι
αρχ.-μσν.
εκστρατεύω εναντίον κάποιου.