επωδή
From LSJ
Greek Monolingual
η (AM ἐπωδή
Α και ἐπαοιδή)
μαγική ωδή, ξόρκι, μαγγανεία («τά λυτήρια όλων τών μαγγανειών καί τών επωδών», Παπαδ.)
αρχ.
1. μαγεία για κάτι ή εναντίον κάποιου («τούτων ἐπωδάς οὐκ ἐποίησεν πατήρ», Αισχύλ.)
2. ευχάριστο τραγούδι
3. ἐπῳδὸς άσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ωδή, συνηρημένος τ. του αοιδή (< αείδω «τραγουδώ» με αντίστοιχο συνηρημένο τ. άδω) που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα αοιδ- του θ. αειδ-. Ας σημειωθεί η σημασιολ. διαφορά μεταξύ τών ομόρριζων επωδή και ἐπῳδὸς. Επωδή σημαίνει «ξόρκι», ενώ η λ. επῳδός δηλώνει το «επαναλαμβανόμενο μέρος ενός τραγουδιού» (πρβλ. ρεφραίν)].