ευκρίνεια
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐκρίνεια, Μ και εὐκρινία) ευκρινής
1. η ιδιότητα του ευκρινούς, η διαύγεια, η καθαρότητα
2. (για έκφραση και ύφος) η ενάργεια, η σαφήνεια («εὐκρίνεια καὶ καθαρότης», Ερμογ.)
αρχ.
1. το ευδιάκριτο του περιγράμματος
2. καθαρή, σαφής διάκριση («προσώπων καὶ πραγμάτων εὐκρίνεια», Πρόκλ.).